Αἰσώπειος — of Aesop masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αισώπειος — εια, ειο (Α αἰσώπειος, εία, ειον) [Αίσωπος] αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στον Αίσωπο Αισώπειοι μύθοι … Dictionary of Greek
Αἰσωπείων — Αἰσώπειος of Aesop fem gen pl Αἰσώπειος of Aesop masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰσώπειον — Αἰσώπειος of Aesop masc acc sg Αἰσώπειος of Aesop neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰσωπείοις — Αἰσώπειος of Aesop masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰσωπείου — Αἰσώπειος of Aesop masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰσωπείους — Αἰσώπειος of Aesop masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰσωπείῳ — Αἰσώπειος of Aesop masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰσώπεια — Αἰσώπειος of Aesop neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰσώπειοι — Αἰσώπειος of Aesop masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)